χρονοαίσθηση

χρονοαίσθηση
η, Ν
(ανθρωποβιολ.) η επίγνωση και η αντίληψη τής παρόδου τού χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + αίσθηση. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. time perception].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”